- οἰκονομίαι
- οἰκονομίαmanagement of a householdfem nom/voc plοἰκονομίᾱͅ , οἰκονομίαmanagement of a householdfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκονομίᾳ — οἰκονομίαι , οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσεχής — ές, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτεχής, Α [προσέχω] (σχετικά με τον χρόνο) ο αμέσως επόμενος (α. «το προσεχές έτος», β. «την προσεχή εβδομάδα» γ. «κατά την προσεχή σύνοδο») μσν. αρχ. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά σε κάποιον, κοντινός (α. «προσεχεῑς τῷ… … Dictionary of Greek